απερίτμητος

απερίτμητος
ἀπερίτμητος, -ον (Α) [περιτέμνω]
1. αυτός που δεν έχει περικοπεί ή περιοριστεί
2. αυτός που δεν έχει υποστεί περιτομή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπερίτμητος — uncircumcised masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απερίτμητος — η, ο αυτός που δεν υποβλήθηκε σε περιτομή: Αυτός που προσχωρεί στη μουσουλμανική θρησκεία δεν μπορεί να μείνει απερίτμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπερίτμητον — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc sg ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτοις — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτου — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτους — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτων — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτῳ — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίτμητα — ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίτμητοι — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”